ψύχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψύχος τα ψύχη
      γενική του ψύχους των ψυχών
    αιτιατική το ψύχος τα ψύχη
     κλητική ψύχος ψύχη
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψύχος < αρχαία ελληνική ψῦχος < ψύχω

Ουσιαστικό

ψύχος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • το αίσθημα που προκαλείται από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
    ο κατιφές δεν αγαπά το ψύχος αλλά η λεβάντα αντέχει και στα ψύχη και στις ζέστες

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • πολικό ψύχος

Συγγενικά

και δείτε τα συγγενικά τους

 και δείτε τη λέξη ψύχω πιθανόν συνδεδεμένη και με την ψυχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.