χαλυβδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλυβδώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

χαλυβδώνω

  1. (μεταφορικά) καθιστώ κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν το ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
    να χαλυβδώσουμε το ηθικό μας


Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.