μολύβδινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μολύβδινος | η | μολύβδινη | το | μολύβδινο |
| γενική | του | μολύβδινου | της | μολύβδινης | του | μολύβδινου |
| αιτιατική | τον | μολύβδινο | τη | μολύβδινη | το | μολύβδινο |
| κλητική | μολύβδινε | μολύβδινη | μολύβδινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μολύβδινοι | οι | μολύβδινες | τα | μολύβδινα |
| γενική | των | μολύβδινων | των | μολύβδινων | των | μολύβδινων |
| αιτιατική | τους | μολύβδινους | τις | μολύβδινες | τα | μολύβδινα |
| κλητική | μολύβδινοι | μολύβδινες | μολύβδινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μολύβδινος < αρχαία ελληνική μολύβδινος
Μεταφράσεις
μολύβδινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.