χαλύβδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλύβδωση οι χαλυβδώσεις
      γενική της χαλύβδωσης* των χαλυβδώσεων
    αιτιατική τη χαλύβδωση τις χαλυβδώσεις
     κλητική χαλύβδωση χαλυβδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλυβδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλύβδωση < χαλύβδωσις

Ουσιαστικό

χαλύβδωση θηλυκό

  1. επεξεργάζομαι μεταλλικό αντικείμενο ή γενικά μέταλλο, με χάλυβα
  2. (μεταφορικά) δυναμώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.