ωραία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ωραία < ὡραῖα στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ὡραῖα ουσιαστικό και επίθετο < επίθετο ὡραῖος < ὥρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ωραία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωραίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωραίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.