ωραία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωραία < ὡραῖα στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ὡραῖα ουσιαστικό και επίθετο < επίθετο ὡραῖος < ὥρα

Επίρρημα

ωραία (τροπικό)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ωραία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωραίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωραίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.