φύραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύραμα τα φυράματα
      γενική του φυράματος των φυραμάτων
    αιτιατική το φύραμα τα φυράματα
     κλητική φύραμα φυράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύραμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φύραμα < αρχαία ελληνική φυράω -φυρώ
(μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enzyme (ένζυμο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfi.ɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύραμα

Ουσιαστικό

φύραμα ουδέτερο

  1. ζωοτροφή
  2. ζυμάρι
  3. (μεταφορικά) μαγιά, πάστα ανθρώπου, τύπος, είδος (συνήθως κακού είδους, κακής μαγιάς)
    Είναι του ιδίου φυράματος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.