φύραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φύραμα | τα | φυράματα |
| γενική | του | φυράματος | των | φυραμάτων |
| αιτιατική | το | φύραμα | τα | φυράματα |
| κλητική | φύραμα | φυράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φύραμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φύραμα < αρχαία ελληνική φυράω -φυρώ
- (μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enzyme (ένζυμο)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐ρα‐μα
Ουσιαστικό
φύραμα ουδέτερο
Αναφορές
- φύραμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.