φυρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυρώ < αρχ. ελλ. εκτεταμένος τύπος του φυράω-ῶ που περιορίστηκε στη σημασία της ανάμειξης αλευριού και νερού για να γίνει φύραμα, ζυμάρι, ενώ φύρω ανακατώνω κάτι για να καταστρέψω ή μολύνω, συγχέω, φέρω άνω κάτω

Ρήμα

φυρώ

  1. (κρητικά) ξηραίνω
    εφύραξε το πηγάι (πηγάδι)
    εφύραξ η ντρούμπα (αντλία νερού χειροκίνητη)

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.