φόρμουλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φόρμουλα | οι | φόρμουλες |
| γενική | της | φόρμουλας | των | φορμουλών |
| αιτιατική | τη | φόρμουλα | τις | φόρμουλες |
| κλητική | φόρμουλα | φόρμουλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φόρμουλα < ιταλική formula < λάτινική forma και formula (γενικό σχήμα, περίγραμμα, μορφή, καλούπι, παράδειγμα, νόμος, μέθοδος) < ετρουσκική *morma < αρχαία ελληνική μορφή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
φόρμουλα θηλυκό
- η συνταγή, η σύσταση, ο τρόπος συγκερασμού/συνδυασμού υλικών για το επιθυμητό αποτέλεσμα, διατύπωση
- Πρέπει τα κόμματα της αριστεράς να βρουν μια φόρμουλα ενδοσυνεννόησης
- ο χημικός τύπος, ο μαθηματικός τύπος, ο αλγόριθμος
- (μεταφορικά) οι μαγικές συνταγές για βοτάνια κ.λπ.
- ο τύπος και η κατηγορία αυτοκινήτου με συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά (μονοθέσιο και ανοιχτό)
- το πρωτάθλημα στους αγώνες αυτοκινήτων που παίρνει το όνομά του ανάλογα με την ειδικότερη κατηγορία του αυτοκινήτου που συμμετέχει (Φόρμουλα 1, Φόρμουλα 2 κ.λπ., όπου δηλαδή όλα τα αγωνιστικά αυτοκίνητα είναι τύπου Φόρμουλα αλλά διαφοροποιούνται σε μικρότερες τεχνικές λεπτομέρειες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.