φόρμουλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρμουλα οι φόρμουλες
      γενική της φόρμουλας των φορμουλών
    αιτιατική τη φόρμουλα τις φόρμουλες
     κλητική φόρμουλα φόρμουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φόρμουλα < ιταλική formula < λάτινική forma και formula (γενικό σχήμα, περίγραμμα, μορφή, καλούπι, παράδειγμα, νόμος, μέθοδος) < ετρουσκική *morma < αρχαία ελληνική μορφή (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

φόρμουλα θηλυκό

  1. η συνταγή, η σύσταση, ο τρόπος συγκερασμού/συνδυασμού υλικών για το επιθυμητό αποτέλεσμα, διατύπωση
    Πρέπει τα κόμματα της αριστεράς να βρουν μια φόρμουλα ενδοσυνεννόησης
  2. ο χημικός τύπος, ο μαθηματικός τύπος, ο αλγόριθμος
  3. (μεταφορικά) οι μαγικές συνταγές για βοτάνια κ.λπ.
  4. ο τύπος και η κατηγορία αυτοκινήτου με συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά (μονοθέσιο και ανοιχτό)
  5. το πρωτάθλημα στους αγώνες αυτοκινήτων που παίρνει το όνομά του ανάλογα με την ειδικότερη κατηγορία του αυτοκινήτου που συμμετέχει (Φόρμουλα 1, Φόρμουλα 2 κ.λπ., όπου δηλαδή όλα τα αγωνιστικά αυτοκίνητα είναι τύπου Φόρμουλα αλλά διαφοροποιούνται σε μικρότερες τεχνικές λεπτομέρειες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.