forma

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

forma (pl) θηλυκό

  1. η φόρμα με τις έννοιες:
    • της εξωτερικής μορφής
    • της φυσικής κατάστασης
      • codziennie rano robię gimnastykę i dlatego jestem w dobrej formie - κάνω καθημερινά το πρωί γυμνασιτκή και γι αυτό είμαι σε καλή φόρμα
    • του σκεύους κουζίνας
  2. η μορφή στην οποία έχει εκφραστεί κάτι
    • nie mogę przyjąć referatu napisanego w tej formie - δεν μπορώ να δεχτώ μια αναφορά γραμμένη σε αυτή τη μορφή
  3. το καλούπι
    • mieszamy wszystkie składniki i wlewamy je do formy - ανακατεύουμε όλα τα υλικά και τα χύνουμε στο καλούπι



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
forma formas

forma (pt) θηλυκό

  1. η μορφή



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

forma (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.