formula

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
formula formulas / formulae

Ουσιαστικό

formula (en)

  1. το φόρμουλα, ο τύπος μαθηματικός ή χημικός
    a mathematical/chemical formula - μαθηματικός/χημικός τύπος
    δείτε επίσης: formula στην αγγλική Βικιπαίδεια
  2. τρόπος επίλυσης ενός προβλήματος
  3. η σύνθεση ενός μείγματος, η λίστα των συστατικών του
  4. υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.