formula
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| formula | formulas / formulae |
Ουσιαστικό
formula (en)
- το φόρμουλα, ο τύπος μαθηματικός ή χημικός
- ↪ a mathematical/chemical formula - μαθηματικός/χημικός τύπος
- δείτε επίσης: formula στην αγγλική Βικιπαίδεια
- τρόπος επίλυσης ενός προβλήματος
- η σύνθεση ενός μείγματος, η λίστα των συστατικών του
- υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
-
formula (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- formula - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.