αλγόριθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλγόριθμος | οι | αλγόριθμοι |
| γενική | του | αλγόριθμου & αλγορίθμου |
των | αλγόριθμων & αλγορίθμων |
| αιτιατική | τον | αλγόριθμο | τους | αλγόριθμους & αλγορίθμους |
| κλητική | αλγόριθμε | αλγόριθμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλγόριθμος < (άμεσο δάνειο) γαλλική algorithme < παλαιά γαλλική algorisme (συνδυάστηκε λανθασμένα με την ελληνική λέξη αριθμός) < μεσαιωνική λατινική algorismus < από το όνομα του Πέρση μαθηματικού Al-Khwārizmī (που σημαίνει κατά λέξη: ο καταγόμενος από την περιοχή Kharazm)
Ουσιαστικό
αλγόριθμος αρσενικό
Συγγενικά
Αναφορές
- Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 77. Προσπέλαση 2020-03-03
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.