μονοθέσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοθέσιος η μονοθέσια το μονοθέσιο
      γενική του μονοθέσιου της μονοθέσιας του μονοθέσιου
    αιτιατική τον μονοθέσιο τη μονοθέσια το μονοθέσιο
     κλητική μονοθέσιε μονοθέσια μονοθέσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοθέσιοι οι μονοθέσιες τα μονοθέσια
      γενική των μονοθέσιων των μονοθέσιων των μονοθέσιων
    αιτιατική τους μονοθέσιους τις μονοθέσιες τα μονοθέσια
     κλητική μονοθέσιοι μονοθέσιες μονοθέσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοθέσιος < μονο- + -θέσιος

Επίθετο

μονοθέσιος, μονοθέσια, μονοθέσιο

  1. (για όχημα) που έχει μόνον μία θέση (του οδηγού) ή οτιδήποτε διαθέτει μόνον ένα κάθισμα
    μονοθέσιο αεροσκάφος
    μονοθέσιο αυτοκίνητο
    μονοθέσια καμπίνα
  2. (για δημοτικό σχολείο) που έχει μια θέση δασκάλου με οργανικότητα

Συγγενικά

Αντώνυμα

  • πολυθέσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.