μονοθέσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοθέσιος | η | μονοθέσια | το | μονοθέσιο |
| γενική | του | μονοθέσιου | της | μονοθέσιας | του | μονοθέσιου |
| αιτιατική | τον | μονοθέσιο | τη | μονοθέσια | το | μονοθέσιο |
| κλητική | μονοθέσιε | μονοθέσια | μονοθέσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοθέσιοι | οι | μονοθέσιες | τα | μονοθέσια |
| γενική | των | μονοθέσιων | των | μονοθέσιων | των | μονοθέσιων |
| αιτιατική | τους | μονοθέσιους | τις | μονοθέσιες | τα | μονοθέσια |
| κλητική | μονοθέσιοι | μονοθέσιες | μονοθέσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοθέσιος, μονοθέσια, μονοθέσιο
Συγγενικά
Αντώνυμα
- πολυθέσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.