φυτίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυτίνη | οι | φυτίνες |
| γενική | της | φυτίνης | των | φυτινών |
| αιτιατική | τη | φυτίνη | τις | φυτίνες |
| κλητική | φυτίνη | φυτίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυτίνη < φυτό και -ίνη
Ουσιαστικό
φυτίνη θηλυκό
- ουσία που βρίσκεται στο σπέρμα πολλών δημητριακών
- εμπορική ονομασία μαγειρικού λίπους συγκεκριμένης επιχείρησης, που όμως κατέληξε να σημαίνει γενικά τη μαργαρίνη όπως η λέξη πάμπερς ή νες καφέ κατέληξαν η μία να σημαίνει στον προφορικό λόγο όλα τα εσώρουχα μιάς χρήσης για μωρά ή υπερήλικες και η άλλη όλους τους στιγμιαίους καφέδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.