φυτίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτίνη οι φυτίνες
      γενική της φυτίνης των φυτινών
    αιτιατική τη φυτίνη τις φυτίνες
     κλητική φυτίνη φυτίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυτίνη < φυτό και -ίνη

Ουσιαστικό

φυτίνη θηλυκό

  1. ουσία που βρίσκεται στο σπέρμα πολλών δημητριακών
  2. εμπορική ονομασία μαγειρικού λίπους συγκεκριμένης επιχείρησης, που όμως κατέληξε να σημαίνει γενικά τη μαργαρίνη όπως η λέξη πάμπερς ή νες καφέ κατέληξαν η μία να σημαίνει στον προφορικό λόγο όλα τα εσώρουχα μιάς χρήσης για μωρά ή υπερήλικες και η άλλη όλους τους στιγμιαίους καφέδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.