φτιασίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτιασίδι | τα | φτιασίδια |
| γενική | του | φτιασιδιού | των | φτιασιδιών |
| αιτιατική | το | φτιασίδι | τα | φτιασίδια |
| κλητική | φτιασίδι | φτιασίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτιασίδι <
- για τη γραφή με ⟨ι⟩ [1] < υποκοριστικό ουσιαστικού από το μεσαιωνικό εὐθειάζω, όπως στoν τύπο φτιάνω < (ελληνιστική κοινή) φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος (κοκκινάδι για χείλια από φύκι). Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι με παρετυμολόγηση προς το φτιάνω
- για τη γραφή με ⟨ει⟩ [2] < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω (< αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς), θέμα αορίστου φτειασ (ἔφτειασα) + -ίδι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ftçaˈsi.ði/ & /fti̯aˈsi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτεια‐σί‐δι
Ουσιαστικό
φτιασίδι ουδέτερο
- (προφορικό) καλλυντικό, ψιμύθιο για το πρόσωπο, με υπαινιγμό υπερβολής, φτηνού ή κακού αποτελέσματος
- ↪ Τι τα θες τα φτιασίδια; Μια χαρά ήσουνα πριν
- (προφορικό, κατ’ επέκταση) οτιδήποτε λέγεται ή προστίθεται σε προσπάθεια εξωραϊσμού προσώπου, αντικειμένου, κατάστασης
- ↪ Η κατάσταση δεν σωνότανε με φτιασίδια, χρειάζονταν τομές και αλλαγές ουσίας
Συνώνυμα
Αναφορές
- φτιασίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «φτειάχνω (& φτειασίδι)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.