ψιμύθιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιμύθιο τα ψιμύθια
      γενική του ψιμυθίου
& ψιμύθιου
των ψιμυθίων
    αιτιατική το ψιμύθιο τα ψιμύθια
     κλητική ψιμύθιο ψιμύθια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιμύθιο < αρχαία ελληνική ψιμύθιον < ψίμυθος

Ουσιαστικό

ψιμύθιο ουδέτερο

  1. λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό
     συνώνυμα: ψιμυθίτης
  2. αλοιφή που χρησιμοποιείται σαν καλλυντικό, φτιασίδι(κατά τον Γ.Μπαμπινιώτη και τον Σ.Πατάκη και φκιασίδι και ρήμα φτειασιδώνω και φκ(ε)ιασιδώνω)

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.