ψιμύθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψιμύθιο | τα | ψιμύθια |
| γενική | του | ψιμυθίου & ψιμύθιου |
των | ψιμυθίων |
| αιτιατική | το | ψιμύθιο | τα | ψιμύθια |
| κλητική | ψιμύθιο | ψιμύθια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιμύθιο < αρχαία ελληνική ψιμύθιον < ψίμυθος
Ουσιαστικό
ψιμύθιο ουδέτερο
- λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό
- αλοιφή που χρησιμοποιείται σαν καλλυντικό, φτιασίδι(κατά τον Γ.Μπαμπινιώτη και τον Σ.Πατάκη και φκιασίδι και ρήμα φτειασιδώνω και φκ(ε)ιασιδώνω)
Συγγενικά
- ψιμυθίτης
- ψιμυθιώνομαι
- ψιμυθιώνω
- ψιμυθίωση
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.