φτιασιδωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτιασιδωμένος | η | φτιασιδωμένη | το | φτιασιδωμένο |
| γενική | του | φτιασιδωμένου | της | φτιασιδωμένης | του | φτιασιδωμένου |
| αιτιατική | τον | φτιασιδωμένο | τη | φτιασιδωμένη | το | φτιασιδωμένο |
| κλητική | φτιασιδωμένε | φτιασιδωμένη | φτιασιδωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτιασιδωμένοι | οι | φτιασιδωμένες | τα | φτιασιδωμένα |
| γενική | των | φτιασιδωμένων | των | φτιασιδωμένων | των | φτιασιδωμένων |
| αιτιατική | τους | φτιασιδωμένους | τις | φτιασιδωμένες | τα | φτιασιδωμένα |
| κλητική | φτιασιδωμένοι | φτιασιδωμένες | φτιασιδωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτιασιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτιασιδώνω < φτιασίδι < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < (ελληνιστική κοινή) φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδωμένος)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φτιασιδωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.