φτιασιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτιασιδώνω < φτιασίδι + -ώνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < (ελληνιστική κοινή) φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω
Ρήμα
φτιασιδώνω, παθ. φωνή: φτιασιδώνομαι, παθ.μτχ.: φτιασιδωμένος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φτιασίδι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτιασιδώνω | φτιασίδωνα | θα φτιασιδώνω | να φτιασιδώνω | φτιασιδώνοντας | |
| β' ενικ. | φτιασιδώνεις | φτιασίδωνες | θα φτιασιδώνεις | να φτιασιδώνεις | φτιασίδωνε | |
| γ' ενικ. | φτιασιδώνει | φτιασίδωνε | θα φτιασιδώνει | να φτιασιδώνει | ||
| α' πληθ. | φτιασιδώνουμε | φτιασιδώναμε | θα φτιασιδώνουμε | να φτιασιδώνουμε | ||
| β' πληθ. | φτιασιδώνετε | φτιασιδώνατε | θα φτιασιδώνετε | να φτιασιδώνετε | φτιασιδώνετε | |
| γ' πληθ. | φτιασιδώνουν(ε) | φτιασίδωναν φτιασιδώναν(ε) |
θα φτιασιδώνουν(ε) | να φτιασιδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φτιασίδωσα | θα φτιασιδώσω | να φτιασιδώσω | φτιασιδώσει | ||
| β' ενικ. | φτιασίδωσες | θα φτιασιδώσεις | να φτιασιδώσεις | φτιασίδωσε | ||
| γ' ενικ. | φτιασίδωσε | θα φτιασιδώσει | να φτιασιδώσει | |||
| α' πληθ. | φτιασιδώσαμε | θα φτιασιδώσουμε | να φτιασιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | φτιασιδώσατε | θα φτιασιδώσετε | να φτιασιδώσετε | φτιασιδώστε | ||
| γ' πληθ. | φτιασίδωσαν φτιασιδώσαν(ε) |
θα φτιασιδώσουν(ε) | να φτιασιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φτιασιδώσει | είχα φτιασιδώσει | θα έχω φτιασιδώσει | να έχω φτιασιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φτιασιδώσει | είχες φτιασιδώσει | θα έχεις φτιασιδώσει | να έχεις φτιασιδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φτιασιδώσει | είχε φτιασιδώσει | θα έχει φτιασιδώσει | να έχει φτιασιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτιασιδώσει | είχαμε φτιασιδώσει | θα έχουμε φτιασιδώσει | να έχουμε φτιασιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φτιασιδώσει | είχατε φτιασιδώσει | θα έχετε φτιασιδώσει | να έχετε φτιασιδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φτιασιδώσει | είχαν φτιασιδώσει | θα έχουν φτιασιδώσει | να έχουν φτιασιδώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτιασιδώνομαι | φτιασιδωνόμουν(α) | θα φτιασιδώνομαι | να φτιασιδώνομαι | ||
| β' ενικ. | φτιασιδώνεσαι | φτιασιδωνόσουν(α) | θα φτιασιδώνεσαι | να φτιασιδώνεσαι | (φτιασιδώνου) | |
| γ' ενικ. | φτιασιδώνεται | φτιασιδωνόταν(ε) | θα φτιασιδώνεται | να φτιασιδώνεται | ||
| α' πληθ. | φτιασιδωνόμαστε | φτιασιδωνόμαστε φτιασιδωνόμασταν |
θα φτιασιδωνόμαστε | να φτιασιδωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | φτιασιδώνεστε | φτιασιδωνόσαστε φτιασιδωνόσασταν |
θα φτιασιδώνεστε | να φτιασιδώνεστε | (φτιασιδώνεστε) | |
| γ' πληθ. | φτιασιδώνονται | φτιασιδώνονταν φτιασιδωνόντουσαν |
θα φτιασιδώνονται | να φτιασιδώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φτιασιδώθηκα | θα φτιασιδωθώ | να φτιασιδωθώ | φτιασιδωθεί | ||
| β' ενικ. | φτιασιδώθηκες | θα φτιασιδωθείς | να φτιασιδωθείς | φτιασιδώσου | ||
| γ' ενικ. | φτιασιδώθηκε | θα φτιασιδωθεί | να φτιασιδωθεί | |||
| α' πληθ. | φτιασιδωθήκαμε | θα φτιασιδωθούμε | να φτιασιδωθούμε | |||
| β' πληθ. | φτιασιδωθήκατε | θα φτιασιδωθείτε | να φτιασιδωθείτε | φτιασιδωθείτε | ||
| γ' πληθ. | φτιασιδώθηκαν φτιασιδωθήκαν(ε) |
θα φτιασιδωθούν(ε) | να φτιασιδωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φτιασιδωθεί | είχα φτιασιδωθεί | θα έχω φτιασιδωθεί | να έχω φτιασιδωθεί | φτιασιδωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φτιασιδωθεί | είχες φτιασιδωθεί | θα έχεις φτιασιδωθεί | να έχεις φτιασιδωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φτιασιδωθεί | είχε φτιασιδωθεί | θα έχει φτιασιδωθεί | να έχει φτιασιδωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτιασιδωθεί | είχαμε φτιασιδωθεί | θα έχουμε φτιασιδωθεί | να έχουμε φτιασιδωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φτιασιδωθεί | είχατε φτιασιδωθεί | θα έχετε φτιασιδωθεί | να έχετε φτιασιδωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φτιασιδωθεί | είχαν φτιασιδωθεί | θα έχουν φτιασιδωθεί | να έχουν φτιασιδωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φτιασιδωμένος - είμαστε, είστε, είναι φτιασιδωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φτιασιδωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φτιασιδωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φτιασιδωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φτιασιδωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φτιασιδωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φτιασιδωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.