φτιασίδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιασίδωμα τα φτιασιδώματα
      γενική του φτιασιδώματος των φτιασιδωμάτων
    αιτιατική το φτιασίδωμα τα φτιασιδώματα
     κλητική φτιασίδωμα φτιασιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτιασίδωμα < φτιασιδώνω + -μα < φτιασίδι

Ουσιαστικό

φτιασίδωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος φτιασιδώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.