φούντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φούντα | οι | φούντες |
| γενική | της | φούντας | των | (φουντών) |
| αιτιατική | τη | φούντα | τις | φούντες |
| κλητική | φούντα | φούντες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φούντα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦνδα (που προφερόταν με [nd]) < λατινική funda (σφεντόνα, δίχτυ)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sp(h)end-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfun.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐ντα
Ουσιαστικό
φούντα θηλυκό
- σύνολο φυσικών ή τεχνητών νημάτων με το ένα άκρο ενωμένο και το άλλο ελεύθερο
- ↪ φέσι με φούντα
- μικρό ανθισμένο κλαδί
- ↪ μια φούντα βασιλικός
- ακατέργαστη ινδική κάνναβη, χασίς
Εκφράσεις
- δουλειές με φούντες
- φουντίτσα
- φουντάκι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
φούντα
φούντα
- αφούντωτος
- δασοφούντωτος
- κισσοφούντωτος
- νιοφούντωτος
- νυχτοφούντωτος
- ξεφουντώνω
- ξεφούντωτος
- παραφουντωμένος
- παραφουντώνω
- πυκνοφουντώνω
- πυκνοφουντωμένος
- πυκνοφούντωτος
- φούντωμα
- φουντωμένος
- φουντώνω
- φούντωση
- φουντωτά
- φουντωτός
- χλωριοφούντωτος
- ωριοφούντωτος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φούντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.