φουντώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /funˈdo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐ντώ‐νω
Ρήμα
φουντώνω, αόρ.: φούντωσα, μτχ.π.π.: φουντωμένος (χωρίς παθητική φωνή[1][2][3], προφορικό[4]: φουντώνομαι)
- (βοτανική) έχω πυκνό φύλλωμα
- (μεταφορικά) αποκτώ όλο και μεγαλύτερη ένταση και εκτείνομαι
- ※ Κι όσο πιο ψυχρή ήταν εκείνη, τόσο περισσότερο φούντωνε ο δικός του έρωτας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) εξοργίζομαι
- (μεταφορικά) ερεθίζομαι
Συγγενικά
- αφούντωτος
- ξεφουντώνω
- παραφουντωμένος
- παραφουντώνω
- πυκνοφουντώνω
- φούντωμα
- φουντωμένος
→ και δείτε τη λέξη φούντα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φουντώνω | φούντωνα | θα φουντώνω | να φουντώνω | φουντώνοντας | |
| β' ενικ. | φουντώνεις | φούντωνες | θα φουντώνεις | να φουντώνεις | φούντωνε | |
| γ' ενικ. | φουντώνει | φούντωνε | θα φουντώνει | να φουντώνει | ||
| α' πληθ. | φουντώνουμε | φουντώναμε | θα φουντώνουμε | να φουντώνουμε | ||
| β' πληθ. | φουντώνετε | φουντώνατε | θα φουντώνετε | να φουντώνετε | φουντώνετε | |
| γ' πληθ. | φουντώνουν(ε) | φούντωναν φουντώναν(ε) |
θα φουντώνουν(ε) | να φουντώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φούντωσα | θα φουντώσω | να φουντώσω | φουντώσει | ||
| β' ενικ. | φούντωσες | θα φουντώσεις | να φουντώσεις | φούντωσε | ||
| γ' ενικ. | φούντωσε | θα φουντώσει | να φουντώσει | |||
| α' πληθ. | φουντώσαμε | θα φουντώσουμε | να φουντώσουμε | |||
| β' πληθ. | φουντώσατε | θα φουντώσετε | να φουντώσετε | φουντώστε | ||
| γ' πληθ. | φούντωσαν φουντώσαν(ε) |
θα φουντώσουν(ε) | να φουντώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φουντώσει | είχα φουντώσει | θα έχω φουντώσει | να έχω φουντώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φουντώσει | είχες φουντώσει | θα έχεις φουντώσει | να έχεις φουντώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φουντώσει | είχε φουντώσει | θα έχει φουντώσει | να έχει φουντώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φουντώσει | είχαμε φουντώσει | θα έχουμε φουντώσει | να έχουμε φουντώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φουντώσει | είχατε φουντώσει | θα έχετε φουντώσει | να έχετε φουντώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φουντώσει | είχαν φουντώσει | θα έχουν φουντώσει | να έχουν φουντώσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- φουντώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «φουντώνομαι» - στο διαδίκτυο, 2021.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.