φουντωμένος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φουντωμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουντώνω

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουντωμένος η φουντωμένη το φουντωμένο
      γενική του φουντωμένου της φουντωμένης του φουντωμένου
    αιτιατική τον φουντωμένο τη φουντωμένη το φουντωμένο
     κλητική φουντωμένε φουντωμένη φουντωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουντωμένοι οι φουντωμένες τα φουντωμένα
      γενική των φουντωμένων των φουντωμένων των φουντωμένων
    αιτιατική τους φουντωμένους τις φουντωμένες τα φουντωμένα
     κλητική φουντωμένοι φουντωμένες φουντωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

φουντωμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.