σφεντόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφεντόνα οι σφεντόνες
      γενική της σφεντόνας των σφεντόνων
    αιτιατική τη σφεντόνα τις σφεντόνες
     κλητική σφεντόνα σφεντόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφεντόνα < αρχαία ελληνική σφενδόνη

Προφορά

ΔΦΑ : /sfenˈdo.na/

Ουσιαστικό

Μία σφεντόνα. (1)
Κλασική παιδική σφεντόνα. (2)

σφεντόνα θηλυκό

  1. πρωτόγονο όπλο κατασκευασμένο από ιμάντες που χρησιμεύει για τη ρίψη πετρών
  2. παιδικό, συνήθως, παιχνίδι που αποτελείται από ξύλο σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον και ένα λάστιχο και εκτελεί παρόμοια εργασία με την αρχαία σφενδόνη αλλά παρέχει ευκολία στο σημάδι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.