φοροτεχνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοροτεχνικός η φοροτεχνική το φοροτεχνικό
      γενική του φοροτεχνικού της φοροτεχνικής του φοροτεχνικού
    αιτιατική τον φοροτεχνικό τη φοροτεχνική το φοροτεχνικό
     κλητική φοροτεχνικέ φοροτεχνική φοροτεχνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοροτεχνικοί οι φοροτεχνικές τα φοροτεχνικά
      γενική των φοροτεχνικών των φοροτεχνικών των φοροτεχνικών
    αιτιατική τους φοροτεχνικούς τις φοροτεχνικές τα φοροτεχνικά
     κλητική φοροτεχνικοί φοροτεχνικές φοροτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φοροτεχνικός < φόρος + τέχνη

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.ɾo.te.xniˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοροτεχνικός

Επίθετο

φοροτεχνικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τις φορολογικές υποθέσεις ή αναφέρεται σʼ αυτές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα φοροτεχνικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φοροτεχνικός οι φοροτεχνικοί
      γενική του/της φοροτεχνικού των φοροτεχνικών
    αιτιατική τον/τη φοροτεχνικό τους/τις φοροτεχνικούς
     κλητική φοροτεχνικέ φοροτεχνικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

φοροτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει ειδικευτεί σε φορολογικές υποθέσεις
  2. (ειδικότερα) ο λογιστής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.