φοροτεχνικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | φοροτεχνικά | ||
| γενική | των | φοροτεχνικών | ||
| αιτιατική | τα | φοροτεχνικά | ||
| κλητική | φοροτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοροτεχνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φοροτεχνικός
Ουσιαστικό
φοροτεχνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τεχνικά ζητήματα που σχετίζονται με τους φοροτεχνικούς
Πηγές
- φοροτεχνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
φοροτεχνικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φοροτεχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φοροτεχνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.