υποθέσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υποθέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποθέτω
  2. θα υποθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποθέτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υποθέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπόθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.