φοροτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φοροτέχνης | οι | φοροτέχνες |
| γενική | του | φοροτέχνη | των | φοροτεχνών |
| αιτιατική | τον | φοροτέχνη | τους | φοροτέχνες |
| κλητική | φοροτέχνη | φοροτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φοροτέχνης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.