φοίνιος
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φοίνιος | ἡ | φοινίᾱ & φοίνιος |
τὸ | φοίνιον |
| γενική | τοῦ | φοινίου | τῆς | φοινίᾱς & φοινίου |
τοῦ | φοινίου |
| δοτική | τῷ | φοινίῳ | τῇ | φοινίᾳ & φοινίῳ |
τῷ | φοινίῳ |
| αιτιατική | τὸν | φοίνιον | τὴν | φοινίᾱν & φοίνιον |
τὸ | φοίνιον |
| κλητική ὦ! | φοίνιε | φοινίᾱ & φοίνιε |
φοίνιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φοίνιοι | αἱ | φοίνιαι & φοίνιοι |
τὰ | φοίνιᾰ |
| γενική | τῶν | φοινίων | τῶν | φοινίων & φοινίων |
τῶν | φοινίων |
| δοτική | τοῖς | φοινίοις | ταῖς | φοινίαις & φοινίοις |
τοῖς | φοινίοις |
| αιτιατική | τοὺς | φοινίους | τὰς | φοινίᾱς & φοινίους |
τὰ | φοίνιᾰ |
| κλητική ὦ! | φοίνιοι | φοίνιαι & φοίνιοι |
φοίνιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοινίω | τὼ | φοινίᾱ & φοινίω |
τὼ | φοινίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | φοινίοιν | τοῖν | φοινίαιν & φοινίοιν |
τοῖν | φοινίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φοίνιος < φοινός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
φοίνιος, -α, -ον & -ος, -ον (ποιητικός τύπος του φόνιος)
- ερυθρός σαν αίμα, κόκκινος, βαθυκόκκινος, πορφυρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 97 (στίχοι 97-99)
- αὐτίκα δ᾽ ἦλθεν ἀνὰ στόμα φοίνιον αἷμα, | κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ᾽ ἤλασ᾽ ὀδόντας | λακτίζων ποσὶ γαῖαν·
- κι αμέσως μπούκωσε το στόμα του με κόκκινο αίμα. | Πέφτει στη σκόνη ο Ίρος μουκανίζοντας, και σφίγγοντας τα δόντια | κλοτσούσε με τα πόδια του τη γη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτίκα δ᾽ ἦλθεν ἀνὰ στόμα φοίνιον αἷμα, | κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ᾽ ἤλασ᾽ ὀδόντας | λακτίζων ποσὶ γαῖαν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1239 (1238-1240)
- καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν | λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος. | κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ,
- κι αγκομαχώντας ξετινάζει βρύση | το αίμα του στάλες κόκκινες απάνω | στ᾽ άσπρο το μάγουλό της, | ώσπου μένει νεκρός απάνω στη νεκρή·
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν | λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος. | κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 97 (στίχοι 97-99)
- αιματοβαμμένος, αιμοδιψής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1422 (1422-1423)
- καὶ μὴν πάρεισιν οἵδε· φοινία δὲ χεὶρ | στάζει θυηλῆς Ἄρεος, οὐδ᾽ ἔχω ψέγειν.
- Μα ιδού τους, βγαίνουν και ματοβαμμένα | στάζουν τα χέρια απ᾽ τη θυσία του Άρη, και δε μπορώ να τους καταδικάσω.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- καὶ μὴν πάρεισιν οἵδε· φοινία δὲ χεὶρ | στάζει θυηλῆς Ἄρεος, οὐδ᾽ ἔχω ψέγειν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1422 (1422-1423)
- φονικός, θανατηφόρος, δολοφονικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 772 (770-772)
- εἶτα δεύτερον | δίας Ἀθάνας, ἡνίκ᾽ ὀτρύνουσά νιν | ηὐδᾶτ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροῖς χεῖρα φοινίαν τρέπειν,
- Αλλά και δεύτερη φορά, | όταν η ίδια η Αθηνά τον έσπρωχνε | να στρέψει στον εχθρό το φονικό του χέρι,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- εἶτα δεύτερον | δίας Ἀθάνας, ἡνίκ᾽ ὀτρύνουσά νιν | ηὐδᾶτ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροῖς χεῖρα φοινίαν τρέπειν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 96
- φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
- ο φονιάς δεν τον φίλεψε ο Άρης,
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 699 (699-700)
- ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός, | ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
- Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά, | ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός, | ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1253 (1251-1254)
- ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς | ἀκτὶς Ἁλίου, κατίδετ᾽ ἴδετε τὰν | ὀλομέναν γυναῖκα, πρὶν φοινίαν | τέκνοις προσβαλεῖν χέρ᾽ αὐτοκτόνον·
- Ω Γη, ω υπέρλαμπρη | αχτίνα του Ήλιου, δείτε την | καταραμένη γυναίκα, δείτε την, προτού το χέρι της | χτυπήσει φονικό τα παιδιά της.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς | ἀκτὶς Ἁλίου, κατίδετ᾽ ἴδετε τὰν | ὀλομέναν γυναῖκα, πρὶν φοινίαν | τέκνοις προσβαλεῖν χέρ᾽ αὐτοκτόνον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 772 (770-772)
Συγγενικά
Πηγές
- φοίνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοίνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.