θανατηφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θανατηφόρος η θανατηφόρα το θανατηφόρο
      γενική του θανατηφόρου της θανατηφόρας του θανατηφόρου
    αιτιατική τον θανατηφόρο τη θανατηφόρα το θανατηφόρο
     κλητική θανατηφόρε θανατηφόρα θανατηφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θανατηφόροι οι θανατηφόρες τα θανατηφόρα
      γενική των θανατηφόρων των θανατηφόρων των θανατηφόρων
    αιτιατική τους θανατηφόρους τις θανατηφόρες τα θανατηφόρα
     κλητική θανατηφόροι θανατηφόρες θανατηφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θανατηφόρος < αρχαία ελληνική θανατηφόρος

Επίθετο

θανατηφόρος, -α, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θανατηφόρος < θάνατ(ος) + -η- + -φόρος

Επίθετο

θανατηφόρος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.