funus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

funus < λείπει η ετυμολογία. Ίσως από το αρχαία ελληνική φόνος ή φοινός

Ουσιαστικό

funus (la) ουδέτερο γ' κλίσεως

  1. νεκρός
  2. κηδεία
  3. ταφή, εκφορά
  4. θάνατος, φόνος, (μεταφορικά) όλεθρος

Συγγενικά

  • funebris

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική funus funeră
γενική funeris funerum
δοτική funerī funerĭbus
αιτιατική funus funeră
κλητική funus funeră
αφαιρετική funere funerĭbus
(γ' κλίση)

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.