δολοφονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δολοφονικός | η | δολοφονική | το | δολοφονικό |
| γενική | του | δολοφονικού | της | δολοφονικής | του | δολοφονικού |
| αιτιατική | τον | δολοφονικό | τη | δολοφονική | το | δολοφονικό |
| κλητική | δολοφονικέ | δολοφονική | δολοφονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δολοφονικοί | οι | δολοφονικές | τα | δολοφονικά |
| γενική | των | δολοφονικών | των | δολοφονικών | των | δολοφονικών |
| αιτιατική | τους | δολοφονικούς | τις | δολοφονικές | τα | δολοφονικά |
| κλητική | δολοφονικοί | δολοφονικές | δολοφονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δολοφονικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.