φλάουτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλάουτο | τα | φλάουτα |
| γενική | του | φλάουτου | των | φλάουτων |
| αιτιατική | το | φλάουτο | τα | φλάουτα |
| κλητική | φλάουτο | φλάουτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Bach)
2ο μέρος, Courante από την Παρτίτα για σόλο φλάουτο BWV 1013 (διάρκεια: 02'36'') Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |

Ένα φλάουτο.
Ετυμολογία
- φλάουτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική flauto
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfla.u.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλά‐ου‐το
Ουσιαστικό
φλάουτο ουδέτερο
Συγγενικά
-
φλάουτο στη Βικιπαίδεια

φλάουτα και αυλοί:
- άλτο φλάουτο
- αυλός
- πίκολο
- πίφερο
- φλάουτο με ράμφος
παραδοσιακά όργανα:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.