πίπιζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πίπιζα | οι | πίπιζες |
| γενική | της | πίπιζας | — | |
| αιτιατική | την | πίπιζα | τις | πίπιζες |
| κλητική | πίπιζα | πίπιζες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πίπιζα
Ετυμολογία
- πίπιζα < (άμεσο δάνειο) αλβανική pipëza [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.pi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐πι‐ζα
Ουσιαστικό
πίπιζα θηλυκό
Αναφορές
- πίπιζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.