πλαγίαυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλαγίαυλος | οι | πλαγίαυλοι |
| γενική | του | πλαγίαυλου | των | πλαγίαυλων |
| αιτιατική | τον | πλαγίαυλο | τους | πλαγίαυλους |
| κλητική | πλαγίαυλε | πλαγίαυλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
πλαγίαυλος
Ετυμολογία
- πλαγίαυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαγίαυλος < πλαγί- + αὐλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈʝi.a.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐γί‐αυ‐λος
Ουσιαστικό
πλαγίαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο) κάθε είδος φλάουτου που παίζεται πλάγια
- (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο)το σύγχρονο φλάουτο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλαγίαυλος | οἱ | πλαγίαυλοι |
| γενική | τοῦ | πλαγιαύλου | τῶν | πλαγιαύλων |
| δοτική | τῷ | πλαγιαύλῳ | τοῖς | πλαγιαύλοις |
| αιτιατική | τὸν | πλαγίαυλον | τοὺς | πλαγιαύλους |
| κλητική ὦ! | πλαγίαυλε | πλαγίαυλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλαγιαύλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλαγιαύλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγίαυλος < αρχαία ελληνική πλαγί- + αὐλός
Ουσιαστικό
πλαγίαυλος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (μουσικό όργανο) αυλός που παιζόταν πλάγια, όπως και το σύγχρονο φλάουτο. Είχε όμως γλωσσίδι.
- ※ 2ος αιώνας ΚΕ Πολυδεύκης, (Pollux IV.74) [1]
- αὐλῶν δὲ εἴδη, πλάγιος, λώτινος, Λιβύων τὸ εὕρημα, πλαγίαυλον δὲ αὐτόν Λίβυες καλοῦσιν
- είδη αυλών, ο πλάγιος, ο λώτινος· [και είναι] εφεύρεση των Λιβύων, που τον ονομάζουν πλαγίαυλο
Συγγενικά
- πλαγιαυλίζω
- φῶτιγξ (είδος πλαγιαύλου)
→ και δείτε τη λέξη αὐλός
Αναφορές
- Michaelides, Solon (Μιχαηλίδης, Σόλων). The Music of Ancient Greece. An Encyclopaedia. [Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας.] (στα αγγλικά) Λονδίνο: Faber and Faber, 1978. ISBN: 0 571 10021 X.
Πηγές
- πλαγίαυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλαγίαυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.