φλάουτο με ράμφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλάουτο με ράμφος | τα | φλάουτα με ράμφος |
| γενική | του | φλάουτου με ράμφος | των | φλάουτων με ράμφος |
| αιτιατική | το | φλάουτο με ράμφος | τα | φλάουτα με ράμφος |
| κλητική | φλάουτο με ράμφος | φλάουτα με ράμφος | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φλάουτο με ράμφος < → δείτε τις λέξεις φλάουτο, με και ράμφος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική flûte à bec

Διάφορα είδη φλάουτων με ράμφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfla.u.to me ˈɾaɱ.fos/
Πολυλεκτικός όρος
φλάουτο με ράμφος ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ξύλινο (ή πλαστικό) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με τρύπες και επιστόμιο. Ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών της εποχής του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Συνώνυμα
- φλογέρα (προφορικό, καταχρηστικά)
Συγγενικά
- φλαουτίστας (αρσενικό)
- φλαουτίστα (θηλυκό)
- φλάουτο
Υπώνυμα
βασικά είδη φλάουτου με ράμφος:
- φλογέρα (παραδοσιακό πνευστό χωρίς επιστόμιο)
- αυλός
-
recorder (φλάουτο με ράμφος) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.