φλαουτίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλαουτίστρια οι φλαουτίστριες
      γενική της φλαουτίστριας των φλαουτιστριών
    αιτιατική τη φλαουτίστρια τις φλαουτίστριες
     κλητική φλαουτίστρια φλαουτίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλαουτίστρια < φλαουτί(τας) + -τρια

Ουσιαστικό

φλαουτίστρια θηλυκό

Σημειώσεις

  • θηλυκά ουσιαστικών για ερμηνευτές οργάνων σε -τρια δεν χρησιμοποιούνται ποτέ από μουσικούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φλαουτίστας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.