πίφερο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
.jpg.webp)
πίνακας του Manet με ένα αγόρι που παίζει πίφερο
- πίφερο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiffaro (ή και piffero) < γερμανική Pfeife (πίπα) < λατινική pipare (κάνω οξύ, ψηλό ήχο, τιτιβίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.fe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐φε‐ρο
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.