ζουρνάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζουρνάς οι ζουρνάδες
      γενική του ζουρνά των ζουρνάδων
    αιτιατική τον ζουρνά τους ζουρνάδες
     κλητική ζουρνά ζουρνάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τουρκικός και συριακός ζουρνάς

Ετυμολογία

ζουρνάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική zurna < περσική سرنای (surnāy)

Προφορά

ΔΦΑ : /zuɾˈnas/

Ουσιαστικό

ζουρνάς αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.