lis
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lis/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| lis | lis |
- ο κρίνος
- το λευκό άνθος του κοινού κρίνου
- (εραλδική) fleur de lis και fleur de lys - εραλδική μορφή αποτελούμενη από τρία σχήματα ανθών κρίνου, ενωμένα
- (κατ’ επέκταση) αντικείμενο που μιμείται αυτή τη μορφή
- (ειδικότερα) σημείο στον ώμο ορισμένων καταδίκων
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- lis < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | lis | litēs |
| γενική | litis | litum |
| δοτική | litī | litibus |
| αιτιατική | litem | litēs |
| κλητική | lis | litēs |
| αφαιρετική | lite | litibus |
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
lis < πρωτοσλαβική lisъ
Προφορά
- ΔΦΑ : /lʲis/
- ⓘ
Συγγενικά
- liseczek
- lisek
- lisowaty
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.