lis

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

lis, πληθυντικός του lil < λατινική lilium

Προφορά

ΔΦΑ : /lis/
 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
lis lis

lis (fr) και lys αρσενικό

  1. ο κρίνος
  2. το λευκό άνθος του κοινού κρίνου
  3. (εραλδική) fleur de lis και fleur de lys - εραλδική μορφή αποτελούμενη από τρία σχήματα ανθών κρίνου, ενωμένα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Σημειώσεις

Στον 19ο αιώνα, εμφανίστηκε η γραφή lys.



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lis < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

lis θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lis litēs
γενική litis litum
δοτική litī litibus
αιτιατική litem litēs
κλητική lis litēs
αφαιρετική lite litibus
(γ' κλίση)



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

lis < πρωτοσλαβική lisъ

Προφορά

ΔΦΑ : /lʲis/
 

Ουσιαστικό

lis (pl) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) η αλεπού
  2. (ειδικότερα) αρσενική αλεπού
     αντώνυμα: lisica

Συγγενικά

  • liseczek
  • lisek
  • lisowaty
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.