φιντανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιντανάκι τα φιντανάκια
      γενική
    αιτιατική το φιντανάκι τα φιντανάκια
     κλητική φιντανάκι φιντανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιντανάκι < φιντάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική fidan < ελληνιστική κοινή φυτάνη < αρχαία ελληνική φυτόν

Ουσιαστικό

φιντανάκι ουδέτερο

  1. (βοτανική) ο μικρός βλαστός, το πολύ νέο φυτό
  2. (μεταφορικά) ο πρωτόβγαλτος σε έναν χώρο (συνήθως νοοούμενο τον επαγγελματικό), ο άπειρος, ο μη έμπειρος, το στραβάδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.