φυτάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτάνη οι φυτάνες
      γενική της φυτάνης των φυτανών
    αιτιατική τη φυτάνη τις φυτάνες
     κλητική φυτάνη φυτάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυτάνη < αρχαία ελληνική φυτάς ή φυταλιά < φυτόν

Ουσιαστικό

φυτάνη θηλυκό

  1. το φυτώριο
  2. η καλλιεργήσιμη γη
  3. ο αμπελώνας, ελαιώνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.