φιντάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιντάνι τα φιντάνια
      γενική του φιντανιού των φιντανιών
    αιτιατική το φιντάνι τα φιντάνια
     κλητική φιντάνι φιντάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιντάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fidan < αρχαία ελληνική φυτόν[1] (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈda.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιντάνι

Ουσιαστικό

φιντάνι ουδέτερο

  1. (βοτανική) ο νεαρός βλαστός
  2. (βοτανική) το φυτό που μπορεί να μεταφυτευτεί
  3. (μεταφορικά) ο πρωτόβγαλτος, ο άπειρος στη δουλειά, ο καινούργιος σε ένα χώρο
    Αυτός είναι φιντάνι που μας ήρθε ουρανοκατέβατο

Παράγωγα

 και δείτε τις λέξεις φυτό και φύω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.