φυτόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Προφορά

ΔΦΑ : /pʰy.tón/ κλασική προφορά 5ου αιώνα
ΔΦΑ : /pʰyˈton/
ΔΦΑ : /ɸyˈton/

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠτο-
ονομαστική τὸ φυτόν τὰ φυτᾰ́
      γενική τοῦ φυτοῦ τῶν φυτῶν
      δοτική τῷ φυτ τοῖς φυτοῖς
    αιτιατική τὸ φυτόν τὰ φυτᾰ́
     κλητική ! φυτόν φυτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυτώ
γεν-δοτ τοῖν  φυτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φυτόν < φύω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

φυτόν ουδέτερο

  1. αυτό που φύεται από τη γη σε αντιδιαστολή προς τα ζώα, το φυτό
    φυτῶν ὄρχατοι (δενδρόκηποι)
    τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς (τον ανάθρεψα σαν δέντρο σε ψηλά αλώνια)
    φυτά ἀμπέλων
  2. γενικά τα πλάσματα της δημιουργίας, οι απόγονοι, τα βλαστάρια, το γέννημα
    εἴ τις ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φυτὰ (Πλάτωνας -Σοφιστής) χρειάζεται παράθεμα
    γυναῖκες,.... ἀθλιώτατον φυτόν (οι γυναίκες ...είμαστε τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα -Μήδεια) χρειάζεται παράθεμα
    εἶτ᾽ οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν
    Χαρίτων φυτόν
    ...φυτόν οὐράνιον (ο άνθρωπος είναι φυτό που έχει τις ρίζες του στον ουρανό, είναι γέννημα του ουρανού)

Σύνθετα

  • φυτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυτο- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά:

  • φυτοβασίλειον
  • φυτοειδῶς
  • φυτοεργός
  • φυτοφόρος
  • φυτοφύλαξ
  • φυτοκομέω
  • φυτοκόμια
  • φυτόομαι
  • φυτοσκαφία
  • φυτοσκάφος
  • φυτοσπορία
  • φυτόσπορος
  • φυτοσπόρος
  • φυτοτροφέομαι
  • φυτοτροφία
  • φυτότροφος
  • φυτουργεῖον
  • φυτουργέω
  • φυτούργημα
  • φυτουργία
  • φυτουργικός
  • φυτουργός
  • φυτούριον

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ετυμολογία 2

φυτόν: κλιτικός τύπος και (ουσιαστικοποιημένο)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυτόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.