φατρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φατρία οι φατρίες
      γενική της φατρίας των φατριών
    αιτιατική τη φατρία τις φατρίες
     κλητική φατρία φατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φατρία < ελληνιστική κοινή φατρία [1] < αρχαία ελληνική φρατρία < φράτρα < πρωτοελληνική *pʰrā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδερφός)

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈtɾi.a/

Ουσιαστικό

φατρία θηλυκό

  • ομάδα ενταγμένη τυπικά σε ένα σύνολο με συγκεκριμένους στόχους, η οποία όμως επιδιώκει τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς
    φατρία κομματική, φατρίες σε δημόσιες υπηρεσίες, φατρίες στο συνδικαλισμό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φατρία < φράτρα

Ουσιαστικό

φατρία θηλυκό

  1. λαός που κατάγεται από τον ίδιο γενάρχη, φυλή, οικογένεια
  2. αδελφότητα
  3. υποδιαίρεση φυλής (κάθε φυλή είχε τρεις φατρίες και κάθε φατρία αποτελείτο με τη σειρά της από 30 γένη ή οικογένειες)
  4. πολιτική διαίρεση, τρόπον τινά κομματική, ομάδα συμφερόντων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.