coterie

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

coterie (en)

  1. παρέα, κύκλος ανθρώπων
  2. κλειστός κύκλος ανθρώπων, κλίκα



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
coterie coteries

Ουσιαστικό

coterie (fr) θηλυκό

  1. (σκωπτικό) ο κλειστός κύκλος ανθρώπων που προωθούν τα συμφέροντά τους, η κλίκα, η φατρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.