coterie
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
coterie
(en)
παρέα
,
κύκλος
ανθρώπων
κλειστός κύκλος ανθρώπων,
κλίκα
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
coterie
coteries
Ουσιαστικό
coterie
(fr)
θηλυκό
(
σκωπτικό
)
ο
κλειστός
κύκλος
ανθρώπων που προωθούν τα
συμφέροντά
τους, η
κλίκα
, η
φατρία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.