φατριαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φατριαστικός η φατριαστική το φατριαστικό
      γενική του φατριαστικού της φατριαστικής του φατριαστικού
    αιτιατική τον φατριαστικό τη φατριαστική το φατριαστικό
     κλητική φατριαστικέ φατριαστική φατριαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φατριαστικοί οι φατριαστικές τα φατριαστικά
      γενική των φατριαστικών των φατριαστικών των φατριαστικών
    αιτιατική τους φατριαστικούς τις φατριαστικές τα φατριαστικά
     κλητική φατριαστικοί φατριαστικές φατριαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φατριαστικός < ελληνιστική κοινή φρατριαστικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.tɾi.a.stiˈkos/

Επίθετο

φατριαστικός, -ή, -ό

  • σχετικός με φατριαστή, με ομαδικές ενέργειες αντίθετες προς τα συμφέροντα της ευρυτερης ομάδας (κόμματος, συνδικάτου κ.λπ.) στην οποία τυπικά η ομάδα αυτή ανήκει
    φατριαστική συμπεριφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.