φράξια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φράξια | οι | φράξιες |
| γενική | της | φράξιας | — | |
| αιτιατική | τη | φράξια | τις | φράξιες |
| κλητική | φράξια | φράξιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φράξια < (λόγιο δάνειο) ρωσική фракция (fraktsija) < λατινική fractio[1][2] < frango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰreg- (σπάω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾa.ksi̯a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρά‐ξια
Ουσιαστικό
φράξια θηλυκό
- (πολιτική) συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα
- ↪ Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα.
- (μεταφορικά) ομάδες που λειτουργούν για τους δικούς τους σκοπούς μέσα σε ένα μεγαλύτερο σύνολο
- ↪ Δεν θέλω φράξιες μέσα στην επιχείρηση.
Συγγενικά
- φραξιονισμός
- φραξιονιστής, φραξιονίστρια
- φραξιονιστικά (επίρρημα)
- φραξιονιστικός
Αναφορές
- φράξια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.