φαρέτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρέτρα | οι | φαρέτρες |
| γενική | της | φαρέτρας | των | φαρετρών |
| αιτιατική | τη | φαρέτρα | τις | φαρέτρες |
| κλητική | φαρέτρα | φαρέτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τόξο και φαρέτρα (1)
Ετυμολογία
- φαρέτρα < αρχαία ελληνική φαρέτρα
Ουσιαστικό
φαρέτρα θηλυκό
- θήκη για τα βέλη
- (μεταφορικά) τα όπλα ή επιχειρήματα που έχει στη διάθεσή του κάποιος για μια επιδίωξη
- Δεν είπε ακόμα την τελευταία λέξη. Έχει και άλλα βέλη στη φαρέτρα του
- (μεταφορικά) κυλινδρική θήκη σχεδίου
-
φαρέτρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
φαρέτρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φᾰρετρᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | φαρέτρᾱ | αἱ | φαρέτραι | |
| γενική | τῆς | φαρέτρᾱς | τῶν | φαρετρῶν | |
| δοτική | τῇ | φαρέτρᾳ | ταῖς | φαρέτραις | |
| αιτιατική | τὴν | φαρέτρᾱν | τὰς | φαρέτρᾱς | |
| κλητική ὦ! | φαρέτρᾱ | φαρέτραι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαρέτρᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαρέτραιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- φαρέτρα < φέρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ιωνικός τύπος : φαρέτρη
Συγγενικά
- εὐφαρέτρης
- εὐρυφαρέτρας, εὐρυφαρέτρης
- φαρετρεών
- φαρέτριον
- φαρετρίτης
- φαρετροφόρος
Πηγές
- φαρέτρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαρέτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.