βελοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βελοθήκη | οι | βελοθήκες |
| γενική | της | βελοθήκης | των | βελοθηκών |
| αιτιατική | τη | βελοθήκη | τις | βελοθήκες |
| κλητική | βελοθήκη | βελοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βελοθήκη < (ελληνιστική κοινή) βελοθήκη < βέλος + -ο- + -θήκη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βελοθήκη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.