απόκρυψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόκρυψη οι αποκρύψεις
      γενική της απόκρυψης* των αποκρύψεων
    αιτιατική την απόκρυψη τις αποκρύψεις
     κλητική απόκρυψη αποκρύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόκρυψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόκρυ(ψις) (εξαφάνιση) > -ψη κατά τη σημασία του αποκρύπτω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόκρυψη

Ουσιαστικό

απόκρυψη θηλυκό

  1. η πράξη της διατήρησης του μυστικού
  2. η κατάσταση του να είναι κάτι κρυμμένο
  3. (στρατιωτικά) η προστασία από την παρατήρηση ή την παρακολούθηση

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

{βλ|και=1|κρύψιμο}}

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.