φαινομενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαινομενικός η φαινομενική το φαινομενικό
      γενική του φαινομενικού της φαινομενικής του φαινομενικού
    αιτιατική τον φαινομενικό τη φαινομενική το φαινομενικό
     κλητική φαινομενικέ φαινομενική φαινομενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαινομενικοί οι φαινομενικές τα φαινομενικά
      γενική των φαινομενικών των φαινομενικών των φαινομενικών
    αιτιατική τους φαινομενικούς τις φαινομενικές τα φαινομενικά
     κλητική φαινομενικοί φαινομενικές φαινομενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαινομενικός < φαίνομαι

Επίθετο

φαινομενικός -ή -ό

  • που φαίνεται ότι είναι κάτι, χωρίς να είναι πραγματικά
    μια φαινομενική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών

Συγγενικά

  • επιφαινόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.